πλατύνω

πλατύνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλατύνω" в других словарях:

  • πλατύνω — πλατύνω, πλάτυνα, πεπλατυσμένος βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: πλατύνω : η μτχ. πεπλατυσμένος απαντάται κυρίως ως επίθετο (→ πλατύς και σχεδόν επίπεδος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλατυνῶ — πλατύνω widen fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνω — πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres ind act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύνω — πλάτυνα, βλ. πλαταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλατυσμένα — πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνεαι — πλατύνω widen fut ind mid 2nd sg (epic ionic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen aor subj mid 2nd sg (epic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλατυσμένον — πλατύνω widen perf part mp masc acc sg πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλατυσμένων — πλατύνω widen perf part mp fem gen pl πλατύνω widen perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»